Μυϊκή αδυναμία και τενόντια αντανακλαστικά
Σε περιπτώσεις που έχουμε μια μυϊκή αδυναμία ή τουλάχιστον παράπονα για κάτι τέτοιο, θα πρέπει να γίνεται μια πάρα πολύ προσεκτική εξέταση της εμφάνισης των μυών σε όλα τα άκρα και στον κορμό. Δηλαδή, πρέπει να γίνει καταρχήν μια προσπάθεια να εντοπιστεί πού ακριβώς και σε ποιό βαθμό εκφράζεται αυτή η μυϊκή αδυναμία εντονότερα.
Μόλις αυτό επιτευχθεί και αναλυθούν και τυχόν κληρονομικές επιβαρύνσεις, εκείνο που πρέπει να κάνουμε σαν επόμενο στοιχείο είναι να ρωτήσουμε για το χρόνο διάρκειας της ανάπτυξης μιας τέτοιας εμφάνισης, την οποία αντιμετωπίζουμε εκείνη την ώρα.
Παράλληλα δε, πρέπει να γίνει ένας εκτενής και επαναλαμβανόμενος έλεγχος των αντανακλαστικών όλων αυτών των μυών για να δούμε τη σχέση που υφίσταται μεταξύ νεύρων και μυών. Ο διαχωρισμός αυτός βοηθάει πάρα πολύ στην κατανομή και του ιδίου του προβλήματος, αλλά πολλές φορές άμεσα και στη διαφοροδιάγνωση της πάθησης.
Δηλαδή, όπου υπάρχουν χαμηλά αντανακλαστικά έχουμε μια τάση περισσότερο μιας μυοπάθειας, δηλαδή περιφερικές βλάβες, ενώ αντίθετα έντονα αντανακλαστικά υποδεικνύουν σπαστικότητα, που είναι κυρίως κεντρικής αιτιολογίας. Βέβαια, τον κύκλο όλων αυτών των εξετάσεων συμπληρώνει η προσεκτική ανάλυση της αισθητικότητας, σε όλα τα επίπεδα και σε όλες τις μορφές.
Έχοντας την ανάλυση της αισθητικότητας και βρίσκοντας ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, αμέσως περιορίζουμε το διαγνωστικό κύκλο πολύ περισσότερο και μπορούμε να έχουμε μια άμεση αντίληψη για τη γενική κατάσταση του ασθενούς.
Έτσι λοιπόν, σε αυτές τις περιπτώσεις, πρέπει πάντοτε να ξοδεύουμε χρόνο για κάτι που οι «ηλικιωμένοι» γιατροί το έχουν συνεχίσει αλλά δεν το κάνουν τακτικά, δηλαδή ξόδεμα χρόνου για την επισκόπηση, εξέταση, ψηλάφηση και κυρίως για το πλήθος των ερωτήσεων που είναι αναγκαίες να γίνουν.