Βιονευρολογικά

Σχιζοφρένεια και υποδοχείς της ντοπαμίνης

Σχιζοφρένεια και υποδοχείς της ντοπαμίνης

Με τις νέες γνώσεις που έχουν έρθει από την έρευνα των τελευταίων ετών, ανοίγει ένα καινούργιο κεφάλαιο στη διάγνωση και στη θεραπεία της σχιζοφρένειας. Παρακολουθώντας στενά όλα αυτά τα αποτελέσματα από μια παγκόσμια δραστηριότητα των τελευταίων ετών στη Βιονευρολογική, διαπιστώσαμε ότι, όντως, συγκεκριμένοι υποδοχείς της ντοπαμίνης έχουν άμεση επαφή με την εμφάνιση ή μη των κλινικών συμπτωμάτων της σχιζοφρένειας. Πρόκειται για υποδοχείς που βρίσκονται σε ορισμένα σημεία του εγκεφάλου, κατά κύριο λόγο, όμως, στα βασικά γάγγλια και στο προμετωπιαίο λοβό, οι οποίοι «συνεργώντας» με τη ντοπαμίνη, τη βοηθούν να έχει μια μεγαλύτερη εγκεφαλική δραστηριότητα και να προκαλεί ανάλογης έντασης σχιζοφρενική συμπτωματολογία. Έτσι λοιπόν, τα τελευταία χρόνια, κάνοντας αυτή την παρατήρηση, γίνεται μεγάλη προσπάθεια, προκειμένου να δοθούν φάρμακα, τα οποία μειώνουν τη δράση αυτών των υποδοχέων, αναστέλλοντας τη δυνατότητα πρόσληψης ντοπαμίνης. Μάλιστα, αξιόλογο είναι ότι έχει εντοπιστεί πως αυτοί οι υποδοχείς, που είναι μοιρασμένοι σε διάφορα σημεία του εγκεφάλου με ανάλογη ποσοστιαία σύνθεση, αλλού αναστέλλονται από κάποια αντιψυχωτικά φάρμακα, περισσότερo ή λιγότερo. Έτσι, λοιπόν, ανάλογα με τη θέση που έχουν, τη συμπτωματολογία που παρουσιάζουν, και τα νευροφυσιολογικά ευρήματα γίνεται και η χορήγηση της αγωγής. Σε ένα σύγχρονο θεραπευτικό εργαστήριο, έχοντας όλες αυτές τις παραμέτρους, ο κλινικός γιατρός στη διάθεση του, πλέον μπορεί να αντιμετωπίζει τη σχιζοφρένεια με σιγουριά και μεγάλη αποτελεσματικότητα. Βέβαια, προϋπόθεση για όλα αυτά είναι να υπάρχει η συνεργασία και ο ικανός χρόνος εφαρμογής των διαφόρων μεθόδων, φαρμάκων και εξετάσεων.