Oι συναπτικοί υποδοχείς στις ακετυλοχολίνες
Στη μυασθένεια, όπως έχουμε δει και στη Βιονευρολογική και διαβάζοντας στην παγκόσμια βιβλιογραφία, ξεκίνησε η όλη έρευνα προκειμένου να αντιληφθεί κανείς τη βιοχημεία μεταξύ ηλεκτρικού και χημικού ερεθίσματος στη νευρομυϊκή σχισμή.
Επρόκειτο για μια μεγάλη έρευνα που μετά από αρκετά χρόνια, ιδιαίτερα στο τέλος της δεκαετίας του ενενήντα, κατέδειξε ότι υπάρχει σε αυτό το σημείο μια συσσώρευση υποδοχέων του νευροδιαβιβαστή ακετυλοχολίνη, οι οποίοι όταν ελαττωθούν ή μπλοκαριστούν δεν μπορεί πλέον να μεταβιβαστεί το ερέθισμα από το νεύρο στο μυ, με αποτέλεσμα να έχουμε μια παράλυση ενός μυός ή ομάδας μυών. Εξού και μυασθένεια.
Μάλιστα, πολλές φορές χαρακτηρίζεται και μεγάλη μυασθένεια, διότι μπορεί να καταβάλει ολόκληρο το σώμα. Αρχίζει τις πρωινές ώρες, συνήθως μετά από ελάχιστη επιβάρυνση, και αυξάνει κατά τις απογευματινές ώρες. Σε αυτό το διάστημα, το μέγιστο ρόλο παίζει ο αριθμός των ενεργών υποδοχέων της ακετυλοχολίνης, οι οποίοι ή δεν ενεργοποιούνται ή καταστρέφονται ή δεν μπορούν να δεχτούν την ακετυλοχολίνη για να προχωρήσουνε στη διαδικασία της κίνησης.
Όποια και αν είναι η κλινική έκφραση αυτής της κατάστασης, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο και εμφανίζεται η αρρώστια σε όλη της την έκταση. Βέβαια, περισσότερο πιο έντονα σε ηλικιωμένους ασθενείς, παρά σε νεότερους.