Η «κληρική» δυσφωνία
Η «κληρική» δυσφωνία είναι ένας όρος που προέρχεται από πολύ παλιά, από το Μεσαίωνα, γιατί χαρακτήριζε κυρίως τους ιερείς ή τους ιεροκήρυκες ή και γενικά τους ρήτορες, που έπρεπε να υψώνουν τη φωνή τους, προκειμένου να γίνει κατανοητός ο λόγος τους στις ευρύτερες μάζες.
Το αποτέλεσμα αυτής της διαρκούς έντασης της φωνής , είχε σαν αποτέλεσμα τη γνωστή βραχνάδα και καμία φορά πόνο στο φάρυγγα ή αδυναμία , ακόμη των φωνητικών χορδών για την εκφορά του λόγου.
Έτσι λοιπόν, η «κληρική» δυσφωνία είναι χαρακτηριστική για αυτούς που μιλάνε πολύ, με διάρκεια και χρειάζεται μετά ένα διάλλειμα ή όπως λέγεται μια παύση αφωνίας , προκειμένου να μπορεί να επανέλθει ο τόνος της φωνής τους στους κανονικούς ρυθμούς.