To φως που «χάνεται»
Κάθε πηγή φωτός είναι αναγκαία για τη ζωή και συντελεί στην επικοινωνία των λειτουργιών του ανθρώπινου σώματος, αλλά κυρίως στην ομαλή εξέλιξη και λειτουργία του εγκεφάλου.
Όταν έχουμε μια απώλεια της οπτικής οξύτητας, τότε στον εγκέφαλο δημιουργούνται διάφορες ασθένειες, νευρολογικές, ψυχιατρικές ή ακόμη και άλλες πιο συνδυασμένες.
Συνεπώς, αυτό στοχεύει σε μια ιδιαίτερη ερμηνεία και έρευνα, αλλά και πρέπει με μεγάλη προσοχή να εξετάζεται σε κάθε πάθηση, γιατί μπορεί πίσω από τη δυσλειτουργία να κρύβεται μια πηγή νοσηρότητας. Το φως που «χάνεται» σταδιακά, γρήγορα ή μέτρια σε κάθε άνθρωπο είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό και δεν είναι μόνο θέμα του οφθαλμιάτρου.
Οποιοσδήποτε γιατρός πρέπει να είναι σε θέση, τουλάχιστον έστω και λίγο «πρωτόγονα», να εξετάσει τον κάθε οφθαλμό ή και τους δυο μαζί, προκειμένου να αντιπαραβάλλει την οπτική οξύτητα και τη δυνατότητα της όρασης του ασθενούς.
Πρέπει να μάθει εκείνα τα στοιχεία στην αρχή, τα οποία θα τον φέρουν σε μια κατάσταση τέτοια που να μπορέσει να αποφανθεί σε ποιο σημείο θα στραφεί η έρευνα του ή και που θα ζητήσει τη βοήθεια συναδέλφων, προκειμένου να μπορέσει να λύσει αυτό το μυστήριο της απώλειας της αντίληψης του φωτός.
Το «φως που χάνεται» πάντως είναι κάτι που απασχολεί τη σύγχρονη νευρολογία παρά πολύ και έτσι πολλά μηχανήματα και πολλές ιατρικές διαγνωστικές μέθοδοι έχουν αναπτυχθεί ακόμη σε τέτοιο βαθμό που να μπορούν να ερευνούν και απώλειες, πριν ακόμη το αντιληφθεί ο ασθενής σε διάφορες ασθένειες.
Π.χ. μια από τις πλέον σπουδαιότερες και συνηθέστερες είναι αυτή του σακχαρώδη διαβήτη, που προσβάλλει τα μάτια και την όραση.