Το πείραμα του Μίλγκραμ
“Ο άνθρωπος είναι απάνθρωπος” – Μπέρτολντ Μπρέχτ
Στις αρχές του 1960 στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν έκδηλο το ενδιαφέρον για τις ψυχοδυναμικές ισορροπίες του ανθρώπου. Στον τομέα αυτό, ένας εξαιρετικός νεαρός ψυχολόγος ο Στάνλεϊ Μίλγκραμ, στο πλαίσιο του διδακτορικού του, αναζητούσε τα όρια του ανθρώπου όσον αφορά στην υπακοή σε μια καθεστωτική ιεραρχία. Ή για να το πούμε πιο απλά, αν μπορούν εύκολα φυσιολογικοί άνθρωποι να εξελιχτούν σε βασανιστές.
Τότε με νωπά ακόμη τα τραύματα από τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο και τα «άγρια» βιώματα της ανελέητης ναζιστικής βίας, το ζητούμενο για τους διανοούμενους της εποχής, και ιδιαίτερα γι’αυτούς που ασχολούνταν με τα της «ψυχής», ήταν από που πηγάζουν τα βάρβαρα ένστικτα του ανθρώπου.
Πώς, δηλαδή, τα διαχειρίζεται η ανθρώπινη προσωπικότητα, σε ποιο βαθμό εξελίσσονται και πόσο εύκολα μπορούν να χρησιμοποιηθούν.
Για τον Μίλγκραμ όλα αυτά αποτελούσαν ερωτήματα που έχρηζαν άμεσης απάντησης και ασφαλώς, όπως σε κάθε επιστήμη, χρειαζότανκαι μια απόδειξη για να επιβεβαιωθούν. Το ανθρώπινο «υλικό» ήταν άφθονο και η εξεύρεσή του δεν αποτελούσε κανένα πρόβλημα.
Το δύσκολο του πειράματος και αυτό που το έκανε ιδιαίτερο, ήταν η μέθοδος.
Σε κάθε επιστημονικό πείραμα, η μέθοδος πρέπει να είναι απλή και «στανταρισμένη» ή να αναπαράγεται εύκολα και από διαφορετικούς ανθρώπους.
Αυτό, ο Μίλγκραμ, στο πείραμα το κατάφερε.
Το πείραμα ήταν πάρα πολύ απλό: Εξελισσόταν σε δύο δωμάτια, στο ένα βρισκόταν ο εξεταστής και στο άλλο ο εξεταζόμενος. Ο εξεταζόμενος ήταν ένας ηθοποιός που έπαιζε ένα συγκεκριμένο ρόλο τον οποίο δεν γνώριζε ο εξεταστής.
Στον εξεταστή-πειραματόζωο δινόταν εντολή να διοχετεύει ηλεκτροσόκ μέσω ενός μηχανήματος στον εξεταζόμενο αν δεν απαντούσε σωστά στις ερωτήσεις του. Η ένταση τους, κλιμακωτά, έφτανε μέχρι τα 120V, οπότε ο εξεταζόμενος-ηθοποιός προσποιούνταν τρομερούς πόνους.
Στα 150V δήλωνε ότι δεν ήθελε να συνεχίσει το πείραμα. Στα 200V ούρλιαζε από τους πόνους και στα 330V έπεφτε αναίσθητος.
Οι υποδείξεις προς τους εξεταστές-πειραματόζωα από το διευθυντή του πειράματος ήταν να συνεχίσουν την εξέταση. Πράγμα που έκαναν όλοι άσχετα με την αντίληψη που είχαν για τον εξεταζόμενο-θύμα, σε ποσοστό 65%.
Μόνο το 35% αρνήθηκε να συνεχίσει, και από αυτούς τα 2/3 λίγο πριν λιποθυμήσει ο δήθεν εξεταζόμενος. Το πείραμα δεν έδειξε διαφορές σε ηλικιακές ομάδες, γέρους – νέους, στα δύο φύλα, άνδρες – γυναίκες, σε μορφωτικό επίπεδο, καλλιεργημένους ή απλούς ανθρώπους, σε βιοτικό επίπεδο, πλούσιους ή φτωχούς κ.λπ.
Όπως ακριβώς είχε δηλώσει ο προ τριακονταετίας πλέον αποβιώσας Μίλγκραμ, «ήθελα να εξετάσω αν στις μέρες μας μια ναζιστική κυβέρνηση θα μπορούσε να συγκεντρώσει βασανιστές για τα στρατόπεδα της από όλη την Αμερική. Μετά το πείραμά μου, διαπιστώνω σοκαρισμένος ότι θα έβρισκε υπεραρκετούς “συνεργάτες” και σε μια μικρή μόνο αμερικανική πόλη».
Το πείραμα Μίλγκραμ απασχολεί ακόμη και σήμερα την ψυχιατρική και ψυχολογική ικανότητα, ώστε κάποιος ψυχολόγος του Πανεπιστημίου της Σάντα Κλάρα στην Καλιφόρνια θέλησε να το επαναλάβει με τους ίδιους όρους.
Αυτή τη φορά το σοκ ήταν ακόμη μεγαλύτερο.
Οι πρόθυμοι να υπακούσουν στην καθεστωτική ιεραρχία με απάνθρωπη συμπεριφορά πλησίαζαν περίπου το 80% των εξεταζομένων. Εξήντα χρόνια μετά από το πρώτο πείραμα και με τους ανθρώπους να έχουν κάνει τρομερές κατακτήσεις σε δημοκρατική συμπεριφορά, ανθρώπινα δικαιώματα, προστασία του παιδιού, πολιτικό άσυλο, χειραφέτηση γυναίκας κ.λπ., πιστοποιείται ότι 4 στους 5 είναι πρόθυμοι να τα απαρνηθούν όλα αυτά. Φτάνει οι εντολές να δίνονται «άνωθεν» από μια θεωρούμενη αξιοκρατική ή επιβαλλόμενη ιεραρχία.
Τα νέα αποτελέσματα του σύγχρονου πειράματος μίλγκραμ επιβεβαιώνουν τον Μπρεχτ, ότι ο άνθρωπος είναι κακός και δείχνουν ότι ο εγκέφαλος μας, μπορεί να μας οδηγήσει, τουλάχιστον το 70% με 80% από εμάς, στην εκτέλεση κάθε είδους βαρβαρότητας.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό: Επίκαιρα, Τεύχος 23-29/10/2009, σελ. 116