Διακρανιακός μαγνητικός ερεθισμός, πάρκινσον και δυστονίες
Τόσο οι κλινικές μορφές δυστονιών όσο και της νόσου του πάρκινσον προέρχονται από μία συγκεκριμένη περιοχή του εγκεφάλου που βρίσκεται στα λεγόμενα βασικά γάγγλια.
Τόσο οι κλινικές μορφές δυστονιών όσο και της νόσου του πάρκινσον προέρχονται από μία συγκεκριμένη περιοχή του εγκεφάλου που βρίσκεται στα λεγόμενα βασικά γάγγλια.
Οι ψυχαναγκασμοί είναι εγκεφαλικές δυσλειτουργικές καταστάσεις οι οποίες προκύπτουν από τη μη ορθή επικοινωνία του αρχαϊκού εγκεφάλου με το νεοεγκέφαλο.
Η σχιζοφρένεια αποδεδειγμένα σ’ όλες της τις μορφές είναι μία διαταραχή λειτουργικού τύπου κάποιων νευρικών κυττάρων σε ορισμένες περιοχές του εγκεφάλου.
Ο διακρανιακός μαγνητικός ερεθισμός «έδωσε» το έναυσμα προκειμένου να εφαρμοστεί μία προγενέστερη νευρολογική γνώση.
Πρόκειται για δύο διαγνωστικές μεθόδους που η μία συμπληρώνει την άλλη.
Κάθε εγκέφαλος διεγείρεται με τον ίδιο τρόπο, αλλά με διαφορετική ένταση και ποικιλομορφία.
Μέχρι τώρα οι βαριές μορφές ψυχώσεων, κυρίως σχιζοφρενικού τύπου, όπως η κατατονία, έδειχναν ότι είναι απαραίτητη η χρήση ηλεκτροσόκ με όλες τις συνέπειες για τον ασθενή.
Ερεθίζοντας με μία εφαρμογή μία συγκεκριμένη περιοχή του εγκεφάλου ενώ έχουμε σταθεροποιήσει το κρανίο, παράγεται ένα μαγνητικό πεδίο το οποίο αποπολώνει ή πολώνει τα νευρικά κύτταρα.
Τα ιόντα είναι μικρά σωματίδια και είναι φορτισμένα με συγκεκριμένο φορτίο.
Η μεμβράνη του νευρικού κυττάρου αποτελεί το βασικό σημείο αναφοράς για τη συμπεριφορά των διάφορων νευροψυχιατρικών παθήσεων.
Ανάλογα με τη συχνότητα ερεθισμού, ο διακρανιακός μαγνητικός ερεθισμός έχει τη δυνατότητα να μπλοκάρει ορισμένα εγκεφαλικά νευρωνικά τόξα.
Όπως έχει ανακαλυφθεί οι αλλαγές που προκαλούνται στο ανθρώπινο σώμα ξεκινάνε κυρίως από την ύπαρξη του γήινου μαγνητικού πεδίου το οποίο επηρεάζει τη χημεία του σώματος, μεταφέροντας διάφορα σωματίδια εντός και εκτός της μεμβράνης του κυττάρου.
Από τις αρχές του 21ου αιώνα έχει κατασκευαστεί ένα μηχάνημα προκειμένου να προκαλεί αυξομειώσεις των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων του κρανίου.
Σε καταστάσεις χρόνιας κόπωσης από διάφορες αιτίες, η χρήση του διακρανιακού μαγνητικού ερεθισμού αποτελεί ουσιαστική μέθοδο.
Όπως είναι γνωστό η επιληψία είναι μία διαδικασία υψηλής παθολογικής εγκεφαλικής δραστηριότητας σε ορισμένες εγκεφαλικές περιοχές ή στη διαδρομή κάποιων εγκεφαλικών νευρωνικών τόξων.
Ο διακρανιακός μαγνητικός ερεθισμός αποτελεί μία ανακάλυψη σε ότι αφορά την εφαρμογή του σε περιπτώσεις νευροψυχιατρικών παθήσεων.
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της σύγχρονης νευρολογίας είναι εκείνες οι παθήσεις που συνδέονται με διαταραχές της μάθησης ή μετά από μία νευρολογική νόσο.
Ο θάλαμος είναι ένας σχηματισμός που βρίσκεται περίπου στο κέντρο του εγκεφάλου και κατέχει το ρόλο του «διακόπτη».
Κατά κανόνα μετά από μία μέτρια ή βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση εμφανίζεται το σύνδρομο της άπνοιας.
Πολλές φορές κυρίως σε άτομα τρίτης ηλικίας υπάρχει συνύπαρξη κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων με προϋπάρχουσες νευροεκφυλιστικές διαταραχές, όπως για παράδειγμα σε ασθενείς με τη νόσο του πάρκινσον.