Η επιληψία, πέρα από την διάγνωση της, που κατά κύριο λόγο δυστυχώς γίνεται μόνο με κλινικά κριτήρια μέχρι σήμερα, έχει και ένα δεύτερο σκέλος αντιμετώπισης΄ αυτό της σωστής θεραπείας.
Είναι γνωστό στην Νευρολογική κοινότητα και στην Βιονευρολογική επίσης, ότι μια θεραπεία αντιεπιληπτικής αγωγής ξεκινάει μετά από δυο ή τρεις κλινικές εκδηλώσεις της (κρίσεις), οι οποίες βέβαια πρέπει και κάποιος να τις δει, να τις αναγνωρίσει και να τις πιστοποιήσει.
Το πιο φρόνιμο και κλινικά λογικό είναι να γίνεται αυτό πολύ γρηγορότερα μετά την εικοσιτετράωρη καταγραφή του εγκεφαλογραφήματος, όπου έχουμε και μια ενδελεχής χαρτογράφηση των επιληπτικών καταστάσεων, τόσο για να προλάβουμε τους απρόσμενους παράγοντες, δηλαδή, επιληπτικές κρίσεις που γίνονται αλλά δεν φαίνονται, π.χ. στον ύπνο ή κρίσεις που προκαλούνται από μια καταστρεπτική δράση π.χ. έντονη κόπωση,φυσικά φαινόμενα όπως είναι η φωτοφοβία ή οι τοξικές παρεκτροπές όπως είναι η μέθη.
Έτσι λοιπόν, για περισσότερη σιγουριά μετά την πολύωρη ηλεκτροεγκεφαλογραφική πιστοποίηση και χαρτογράφηση, επιβάλλεται η άμεση συνέχιση της αντιεπιληπτικής αγωγής και παρακολούθηση και βέβαια μετά την διεκπεραίωση της η σταδιακή αποκομιδή της.