Αλκοόλ, ζαλάδα, δυσαρθρία
Μετά από μεγάλη χρήση αλκοόλ παρουσιάζονται δυσαρθρία, ζαλάδα και εμβοές.
Μετά από μεγάλη χρήση αλκοόλ παρουσιάζονται δυσαρθρία, ζαλάδα και εμβοές.
Το σύνδρομο Meniere αποτελεί μία τακτική νευρολογική νόσο που εμφανίζει τεράστιες διακυμάνσεις ακόμα και κατά τη διάρκεια της ημέρας˙ μπορεί να εμφανιστεί για μερικά δευτερόλεπτα, ώρες, μέρες ή και εβδομάδες και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να καθηλώσει τον ασθενή.
Όταν έχουμε αιματολογικές διαταραχές σε μία συγκεκριμένη περιοχή της παρεγκεφαλίδας, αυτό το τρίγωνο συμπτωμάτων είναι χαρακτηριστικό.
Όταν ίλιγγοι, βαρηκοΐα και εμβοές παρουσιάζονται μαζί κατά κύριο πρόκειται για τη νόσο Meniere.
Η πρόσθια κάτω παρεγκεφαλιδική αρτηρία είναι ένα αγγείο το οποίο βρίσκεται δίπλα από την παρεγκεφαλίδα άμφω και η πορεία του στον εγκέφαλο είναι χαρακτηριστική.
Υπάρχουν πολλά άτομα που από νεαρή κυρίως ηλικία παρουσιάζουν ευαισθησία τόσο σε εμβοές όσο και σε ιλίγγους και πολύ τακτικά σε αίσθημα πληρότητας του αυτιού.
Οι εμβοές στα αυτιά είναι η συνήθης διαταραχή η οποία οδηγεί πολύ τακτικά τον ασθενή στον ωτορινολαρυγγολόγο και το νευρολόγο.
Μία διαδικασία που λέγεται oπτογενετική με τη χρήση μικροσκοπίου φθορισμού υψηλής ανάλυσης μπορεί εντός του οργανισμού και πιο συγκεκριμένα στον εγκεφαλικό ιστό να παρακολουθεί μεμονωμένα μόρια σε ζωντανά κύτταρα.
Το Νόμπελ Χημείας για το έτος 2014 δόθηκε σε τρεις επιστήμονες, δύο Αμερικανούς και ένα Γερμανό, για τις εργασίες τους σε ότι αφορά το μικροσκόπιο φθορισμού υψηλής ανάλυσης.
Με τη σύγχρονη μέθοδο επισκόπησης μέσα στον εγκέφαλο, μέσω του μικροσκοπίου φθορισμού υψηλής ανάλυσης η διαδικασία παρακολούθησης της διακίνησης πρωτεϊνών και ιών μέσα στα εγκεφαλικά κύτταρα in vivo πλέον είναι δυνατή.
Οι καινούργιες επιστημονικές μέθοδοι και συγκεκριμένα αυτή της οπτογενετικής μπορούν να εξετάζουν in vivo τη διαδικασία μετακίνησης των ιών μέσα στο νευρικό ιστό.
Το νευρικό σύστημα μετά από μια ίωση παρουσιάζει αντίδραση.
Η αλόγιστη χορήγηση αντιβιοτικών είναι πια παγκοσμίως αποδεκτό ότι μπορεί να προκαλέσει αύξηση της αντίστασης του οργανισμού με μελλοντικές συνέπειες.
Αναμφισβήτητα η οξυτοκίνη, ορμόνη – διαβιβαστής, βοηθάει στην αντιμετώπιση της αυτιστικής συμπεριφοράς.
Η οξυτοκίνη, μία ορμόνη – νευροδιαβιβαστής, είναι πολύ σημαντική για τη θεραπεία του αυτισμού.
Η οξυτοκίνη είναι μία ορμόνη – διαβιβαστής η οποία συνδέεται με συγκεκριμένους υποδοχείς στον εγκέφαλο˙ γονιδιακά έχει διαπιστωθεί ο υποδοχέας CD-38 ο οποίος αποθηκεύει την οξυτοκίνη που με τη σειρά της ενισχύει τις καθημερινές εξωτερικές σχέσεις του ανθρώπου.
Πράγματι, τα τελευταία χρόνια στις ΗΠΑ σε διάφορα πανεπιστήμια, ερευνητικά ινστιτούτα, φαρμακευτικές εταιρίες κ.α. πραγματοποιούνται έρευνες σε ότι αφορά την αντιμετώπιση του αυτισμού.
Οι αυτιστικές τάσεις είναι συγκεκριμένες διαταραχές της ομιλίας, της κίνησης και της προσαρμογής στο περιβάλλον.
Ο έγκαιρος εντοπισμός του αυτισμού μέχρι την ηλικία των δύο ετών έχει τεράστια σημασία.
Τα παραπάνω αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του αυτισμού για όλες τις ηλικίες, σε μεγάλο ή μικρό βαθμό.