To ηλεκτροεγκεφαλογράφημα σαν «δείκτης» της νόσου του Alzheimer
Τα τελευταία χρόνια η νόσος του Alzheimer βασανίζει εκατομμύρια ασθενείς παγκοσμίως.
Τα τελευταία χρόνια η νόσος του Alzheimer βασανίζει εκατομμύρια ασθενείς παγκοσμίως.
Η ομοκυστεΐνη είναι ένα μόριο που πλέον σήμερα βιοχημικά μπορεί να ανιχνευτεί στο αίμα και να προσδιοριστεί ακριβώς.
Η Alzheimer’s Disease Neuroimaging Initiative (ADNI) αποτελεί μια καινούργια διεθνής οργάνωση, η οποία υφίσταται από το 2004.
To Mild cognitive impairment είναι μια διάγνωση που είναι «ενεργή» εδώ και πάρα πολλά χρόνια, κυρίως στις Αμερικάνικες κλινικές, και αφορά κατά κάποιον τρόπο έναν προγνωστικό δείκτη που βασίζεται σε συγκεκριμένη συμπτωματολογία για τη νόσο του Alzheimer.
Η «καινούργια μόδα» της προσπάθειας να βρεθεί κάποιο εμβόλιο για τη νόσο του Alzheimer οδήγησε στην έρευνα για τα μονοκλωνικά αντισώματα.
Πράγματι «μάχοντας» χρόνια ολόκληρα τη νόσο του Alzheimer, έχει διαπιστωθεί ότι ασθενείς μ’ αυτήν τη νόσο έχουν πολλά περισσότερα αντισώματα στο αίμα τους σε σχέση με τους υγιείς.
Η χρήση της τομογραφίας εκπομπής ποζιτρονίων στον εγκέφαλο, το λεγόμενο PET, σαν «δείκτης» στη νόσο του Αlzheimer είναι πάρα πολύ ικανοποιητική.
H έρευνα του ανοσοποιητικού συστήματος στην περίπτωση της νόσου του Alzheimer έδειξε ότι έχουμε μια πολυπαραγοντική ανοσοποιητική αντίδραση που προκαλεί την κλινική εικόνα∙ πρόκειται για μονομερείς αντιδράσεις πολλών πρωτεϊνών ή τμημάτων πρωτεϊνών μέσα στον εγκέφαλο.
Από εργασίες και πειράματα που έχουν γίνει τον τελευταίο καιρό έχει αποδειχτεί ότι «έτοιμες» ανοσοσφαιρίνες με ήδη επιλεγμένα αντισώματα από μεταγγίσεις ασθενών και κατάλληλη επεξεργασία του ορού μπορούν να διεγείρουν την παραγωγή θετικής ανοσοποιητικής αντίδρασης στον εγκέφαλο ασθενών με τη νόσο του Alzheimer.
Όλες οι θεραπευτικές προσπάθειες ανοσοποιητικού χαρακτήρα που γίνονται για τη νόσο τουAlzheimer έδειξαν ότι υπάρχει ένα κοινό και δύσκολο στοιχείο για την αντιμετώπιση της∙ αυτό είναι η ημερολογιακή και βιολογική ηλικία του ασθενούς, σε ότι αφορά τη χορήγηση των δόσεων του φαρμάκου.
Tον τελευταίο καιρό γίνεται παγκόσμια μια πάρα πολύ μεγάλη προσπάθεια να συντονιστούν διάφοροι οργανισμοί υγείας, προκειμένου να υπάρχει ένας κοινός «μπούσουλας» για τη διάγνωση της νόσου του Alzheimer.
Οι γενετικές διαδικασίες έχουν εισέλθει πλέον στη διάγνωση της νόσου του Alzheimer στα διάφορα στάδια και στις χρονικές στιγμές της.
Οι διάφορες απεικονιστικές μέθοδοι, κυρίως δε η μαγνητική τομογραφία του εγκεφάλου και η τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων, αποτελούν ένα τεράστιο διαγνωστικό «κεφάλαιο» για τη νόσο του Alzheimer.
Από τότε που ο Βαυαρός νευρολόγος Αλοΐσιος Αλτσχάιμερ πιστοποίησε τη νόσο που φέρνει το όνομα του μέχρι και σήμερα αυτή η νόσος είναι συνδεδεμένη με μεγάλα διαγνωστικά προβλήματα.
Οι προσταγλανδίνες, μια ομάδα που προέρχεται από τις ισοπροστάνες, αποτελούν ένδειξη ότι έχουμε μια συγκέντρωση ελευθέρων ριζών οξυγόνου, άρα μια διαδικασία οξείδωσης και κατά κάποιον τρόπο ένα οξειδωτικό στρες, το οποίο με τη σειρά του δημιουργεί τη νόσο του Alzheimer.
Οι σουλφατίδες είναι συγκεκριμένες ουσίες που παράγονται κυρίως στον εγκέφαλο με χαρακτηριστική δομή και συγκεκριμένο τρόπο δράσης.
Οι βασικοί προσδιορισμοί των πρωτεϊνών «β-αμυλοειδούς» και TAU και ιδιαίτερα στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό αποτελούν από τους πλέον πληροφοριακούς και επιστημονικά τεκμηριωμένους «δείκτες», σε ότι αφορά την πιστοποίηση της νόσου του Alzheimer.
Μέχρι τώρα οι κλινικοί γιατροί είναι αναγκασμένοι να κάνουν μια χαρακτηριστική ανάλυση τόσο των διαταραχών της μνήμης όσο και της συμπεριφοράς, προκειμένου να θέσουν την υπόνοια της διάγνωσης μιας νόσου του Alzheimer.
Στην περίπτωση της άνοιας του Lewy έχουμε μια νευρολογική συμπτωματολογία και κλινική εικόνα που μοιάζουν πολύ με αυτές της νόσου του Alzheimer, μόνο που συμπληρώνονται και με παρκινσονική συμπτωματολογία, κυρίως τρόμο και αταξία των χεριών καθώς επίσης και οπτικές παραισθήσεις.
Καινούργιοι υπολογισμοί που έγιναν από παγκόσμιους οργανισμούς έχουν δείξει ότι περίπου το 90% των εξόδων για τη νόσο του Alzheimer τo 2010 έχει μοιραστεί σε 70% στη Δυτική Ευρώπη και Βόρεια Αμερική, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό κατανέμεται στις φτωχές και υποανάπτυκτες χώρες.