Η διαφορά ενσυναίσθησης και συμπόνιας
Γενικά η ενσυναίσθηση είναι ένας καινούργιος όρος που τα τελευταία χρόνια αποκτάει όλο και περισσότερο μία επιστημονική και «περιχαρακωμένη» έννοια.
Γενικά η ενσυναίσθηση είναι ένας καινούργιος όρος που τα τελευταία χρόνια αποκτάει όλο και περισσότερο μία επιστημονική και «περιχαρακωμένη» έννοια.
Στη σημερινή εποχή το να καταλαβαίνουμε τους ανθρώπους και να συνάπτουμε μεταξύ μας διαφοροποιημένες σχέσεις είναι πλέον απαραίτητα στοιχεία που ζητάει το σύγχρονο άτομο.
Η τέχνη του να εμβαθύνεις στην ψυχή του άλλου είναι σήμερα ένα θαυματουργό φάρμακο.
Τα τελευταία χρόνια η μελέτη της ενσυναίσθησης, σε ότι αφορά κυρίως τις νευροεπιστήμες, έπαψε πλέον να είναι μία απλή ενασχόληση προκειμένου να γίνουν κατανοητές, κυρίως σε διδακτικό επίπεδο, κάποιες εγκεφαλικές λειτουργίες.
Ενσυναίσθηση δε σημαίνει απλώς να επηρεαζόμαστε από τη διάθεση των υπολοίπων και να «τροποποιούμε» ανάλογα τα συναισθήματά μας. Στην περίπτωση αυτή όπου υπάρχει μία συναισθηματική μετάδοση, αυτό συμβαίνει αυτόματα.
Η οξυτοκίνη είναι μία συγκεκριμένη ορμόνη η οποία είναι από τις πρώτες που παράγει ο ανθρώπινος εγκέφαλος από πολύ νεαρή ηλικία, προκειμένου να συντονίσει τη συμπεριφορά του απέναντι σ’ άλλα άτομα σε κοινωνικό, ομαδικό, οικογενειακό ή ακόμη αμιγώς προσωπικό επίπεδο.
Η ενσυναίσθηση είναι μία αμιγώς εγκεφαλική λειτουργία που αναπτύσσεται μαζί με τον εγκέφαλο και μάλιστα ολοκληρώνεται κατά κάποιο τρόπο η διαδικασία λειτουργίας της σε ότι αφορά τα νευρωνικά τόξα του εγκεφάλου κατά την περίοδο των 3-5 ετών.
Ας φανταστούμε ότι κάποιος καλός μας φίλος έχει ένα πρόβλημα με το συναισθηματικό του δεσμό ο οποίος ξαφνικά διακόπηκε.
Ενσυναίσθηση είναι το βίωμα κάποιου ατόμου να μπορεί να φανταστεί μία συγκεκριμένη συναισθηματική κατάσταση από τη δική του σκοπιά.
Ο όρος «συναισθηματική ενσυναίσθηση» προέκυψε από την ψυχανάλυση τα τελευταία χρόνια και πρόκειται για την περιγραφή αυτής της κατάστασης όπου κανείς προσαρμόζει τα συναισθήματά του ακριβώς μ’ αυτά του ατόμου απέναντί του.
Όταν εμφανίζεται η περίπτωση μίας πνευμονικής εμβολής, υπάρχουν θρομβωτικοί παραγόντες σε ορισμένα αγγεία ή γύρω από την καρδιά στις περιοχές των πνευμόνων.
Μία πνευμονική εμβολή, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, ξεκινάει κυρίως με συμπτώματα εγκεφαλικής δυσλειτουργίας.
Η πνευμονική εμβολή είναι μεγάλο ρίσκο για γενετικά προδιατεθειμένα γι’ αυτή την κατάσταση άτομα.
Τελευταίες παρατηρήσεις και μεγάλες έρευνες που έχουν γίνει για τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στον έρπητα ζωστήρα και τα εγκεφαλικά επεισόδια έδειξαν συγκεκριμένα αποτελέσματα ιδιαίτερης σημασίας.
Μία πολυκεντρική έρευνα ανάμεσα σε τέσσερις χώρες του κόσμου, η οποία «παρακολουθούσε» την κλινική πορεία ασθενών με έρπητα ζωστήρα, κατέληξε ότι στις περιπτώσεις μετά την ηλικία των εξήντα χρόνων που έχουμε την εμφάνιση του έρπητα ζωστήρα, μέσα σε 2-3 μήνες υπάρχει ο κίνδυνος της εμφάνισης κάποιου εγκεφαλικού επεισοδίου, ιδιαίτερα όταν συνυπάρχουν και άλλες παθολογικές καταστάσεις όπως διαβήτης, υπέρταση ή αυξημένος κίνδυνος λοιμώξεων.
Ο έρπης ζωστήρας, προερχόμενος από έναν τύπο του έρπητα ο οποίος παραμένει στις διακλαδώσεις των νεύρων του κεντρικού και περιφερικού νευρικού συστήματος, αποτελεί έναν συνεχή κίνδυνο με τις χαρακτηριστικές φυσαλίδες.
Ο έρπης ζωστήρας είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος για την εμφάνιση εγκεφαλικών και καρδιακών εμφραγμάτων σε ασθενείς ιδιαίτερα μεγάλης ηλικίας για διαφόρους λόγους.
Αδιαμφισβήτητα το στρες είναι ένας παράγοντας που προωθεί την πνευμονική εμβολή κλινικά και γενικότερα σε άτομα που είναι γενετικά προδιατεθειμένα
Η θωρακική εμβολή είναι μία πάρα πολύ επικίνδυνη και πολύ τακτικά θανατηφόρα εξέλιξη για ορισμένους ανθρώπους που όπως έχουν δείξει οι έρευνες διαθέτουν μία γενετική προδιάθεση σ’ αυτή την κατάσταση.
Έχει παρατηρηθεί ότι μία οξεία λοίμωξη ή μία επιπλοκή λοιμώδους αιτιολογίας μετά από εμβολιασμό, σε περιπτώσεις αναπτυσσόμενης αρτηριοσκλήρωσης, αυξάνουν τον κίνδυνο εμφρακτικών επεισοδίων.